Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης

  ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ  ΚΥΡ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ  (24/04/2005)
Ευλόγως, τα κοριτσάκια των βορείων προαστίων ακούν την φωνή του Καζαντζίδη στο ταξί και έχουν την τάση να τη συγκρίνουν με τον ήχο πριονοκορδέλας.
Για μένα, το φως των αστερισμών του θανάτου ήταν φως κυριολεκτικό, αφού τον Καζαντζίδη τον πρωτάκουσα από ένα τζουκμπόξ, στο λιμάνι, σε ένα κακόφημο μαγαζάκι, κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου και, αργότερα στα διαλείμματα της προβολής των θερινών κινηματογράφων της Κέρκυρας όπου μεγάλωσα.
 Εκεί τα άστρα δεν έπεφταν αλλά έμοιαζαν να ταλαντεύονται και την ίδια  στιγμή να σταθεροποιούνται σαν τις καρφωμένες συλλαβές του Καζαντζίδη κι έτσι δεν είχε νόημα να κάνεις ευχές για το μέλλον, εφόσον γνώριζες, ενστικτωδώς, ότι το νόημα αυτής της διφορούμενης σκοτεινιάς, απείρως εγκάρδιας και μαζί τρομακτικής, όπως ο Θεός, ήταν παρών στον ενεστώτα και αμετάκλητο.

Ομολογουμένως τέτοιες πέτρινες επωδοί μιας μουσικής, που δεν σε άφηνε να καταλάβεις αν κάποιος τραγουδάει το θάνατο ή αν τραγουδούσε ο θάνατος αυτοπροσώπως, δεν ήταν για μένα τότε τίποτα περισσότερο από μια επαναλαμβανόμενη εντύπωση χειροπιαστού ηχητικού περιβάλλοντος «πανηγυριού», όμως αργότερα της αναγνώρισα δικαιώματα, σε εκείνο το αίνιγμα της απόλαυσης ενός εκ πρώτης όψεως ανυπόληπτου αισθητικά αντικειμένου, που η λειτουργία του πηγαίνει σε απροσμέτρητο βάθος και απαντάει σε ερωτήματα που ουδέποτε θα μπορούσε να θέσει η σκέψη.

Ο Μπιθικώτσης, αντίθετα, κρατούσε αριστοκρατικά αυτή την απόσταση από το τραγούδι, στην οποία αναφέρθηκε επί τη ευκαιρία ο Σαββόπουλος, και ήταν υπερβολικά «κανονικός», πολύ κοντά στο μέσο όρο πολλών ταυτόχρονα μουσικών ιδανικών.
Ο Καζαντζίδης ήταν αφοσιωμένος στο Είναι του τραγουδιού, όχι στο Έχειν του, σαν τον Μπιθικώτση. Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε στίχους που δεν κατανοούσε, όπως το Άξιον Εστί, και κατόρθωσε να τους υποτάξει, έστω ερήμην της αντίληψης, με τη φωνητική του συνείδηση.

Απεναντίας, το εκτόπισμα της φωνητικής συνείδησης του Καζαντζίδη υπήρξε αδιαχώρητο από την  κατανόηση, όχι επειδή οι στίχοι ήταν αποκλειστικά αγοραίοι και, επομένως, ευανάγνωστοι, αλλά διότι η τρισδιάστατη πληρότητά της, αυτή του θανάτου, ο οποίος  αληθεύει σε οτιδήποτε αγγίζει, δεν ήταν εκ φύσεως δυνατόν να παρεκκλίνει.
Οι μυστικιστές του ισλάμ λένε ότι υπάρχουν τριών ειδών φωνές. Η φωνή τζελάλ, που δηλώνει δύναμη, η φωνή τζεμάλ που εκφράζει την ομορφιά, και η φωνή κεμάλ, που εξωτερικεύει τη σοφία. Δεν έχω εδώ το περιθώριο να αναπτύξω το ζήτημα, αλλά πιστεύω ότι αυτές οι τρεις όψεις της εμπειρίας του ανθρωπίνου ήχου ήταν εξίσου και ριζικά παρούσες στον Καζαντζίδη, ο οποίος έτσι, δηλαδή όπως όλοι οι μεγάλοι, μεσουράνησε ως ήδη νεκρός και παράλληλα ταυτισμένος με μιαν υπερβολή ζωτικότητας.
Ο Μπιθικώτσης είχε και αυτός τις τρεις φωνές σε μία, τη δική του, όμως αν το επιχειρήσει κανείς θα μπορέσει ενδεχομένως να τις ακούσει ξέχωρα τη μια από την άλλη και καμιά φορά σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Ευχαρίστως θα δεχόμουν ότι αυτό συνέβαινε χάριν των απαιτήσεων του ρεπερτορίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου