Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Το μπουζούκι

 Και μια διαπίστωση. Έναν αιώνα τώρα, αν όχι περισσότερο, στο επίκεντρο του ελληνικού τραγουδιού βρίσκεται το μπουζούκι, το όργανο που κατάφερε περισσότερο από κάθε άλλο να το αποδώσει. Αυτό με -και για- το οποίο παίχτηκαν χιλιάδες τραγούδια, μελωδίες, ταξίμια, φαντασίες, από γενιές και στρατιές ολόκληρες δεξιοτεχνών, οι οποίοι έλειωσαν κυριολεκτικά τις ταστιέρες, ενώ οι  ιστορίες που τους αφορούν αρκούν για πολλά βιβλία.
  Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές το μπουζούκι έχει καταγωγή αρχαιοελληνική, προερχόμενο από την πανδούρα, όργανο που σε γενικές γραμμές είχε παρόμοιο σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών. Άλλοι μελετητές εντοπίζουν την προέλευση του στην αρχαία Περσία. Όπως και να έχει γεγονός είναι πως σε ολόκληρη την ιστορία του το όργανο μοιάζει μετέωρο ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο και στην ανατολή και έτσι εξηγείται ο διχασμός που έχει προκαλέσει στον Ελληνισμό από τα χρόνια της αρχαιότητας.
  Κατά την πρώτη εκδοχή, από τους Έλληνες πέρασε στο Βυζάντιο και κατόπιν στην τουρκοκρατία, με πάμπολλες παραλλαγές και ονομασίες κατά τον πολυτάραχο βίο του. Πανδούρα, πανδουρίδα, τρίχορδον θάνδουρος, θαμπούρα, ταμπουράς, ταμπούριν, ψαλτήριον, και πολλά  άλλα με τα οποία προσδιορίζονταν κατά καιρούς διάφορα μικρότερα η μεγαλύτερα «λαουτοειδή» όργανα της οικογένειας του ταμπουρά  (λέξη με ρίζα περσική tambur). Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα ως τα τέλη του 19ου αιώνα, η γενική λαϊκή ονομασία για όλα τα παραπάνω όργανα ήταν ταμπουράς. Τέλος η πανδούρα υπήρξε ένα από τα ενδεδειγμένα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής (μαζί με το κανονάκι) όπως αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του περί βυζαντινής μουσικής (Θεωρητικόν μέγα της μουσικής 1832).
  Η ονομασία μπουζούκι είναι νεώτερη και προέρχεται από την τουρκική μουσική παράδοση (Bozuk σπασμένος, χαλασμένος), που ενδεχομένως αναφέρεται σε τροποποιήσεις που υπέστη το όργανο στη κεντρική και ανατολική Ασία.
 Περί τα τέλη του 19ου αιώνα το μπουζούκι σταδιακά χάνεται από την ελληνική δημοτική μουσική, ενώ όταν δημιουργούνται τα δύο βασικά ορχηστρικά σχήματα που διατρέχουν τον ελλαδικό χώρο, η κομπανία της ενδοχώρας ( αποτελούμενη από κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι) και η νησιώτικη ζυγιά (βιολί, λαούτι ή βιολί-λύρα) απουσιάζει εντελώς. Η χρήση του συρρικνώνεται σε χώρους και κοινωνικές ομάδες που - με τον ένα ή τον άλλο τρόπο - άπτονται της παρανομίας (φυλακές, τεκέδες κ.λ.π.).
  Με τη μικρασιατική καταστροφή το μπουζούκι εμφανίζεται ξανά στο προσκήνιο. Το φέρνουν οι πρόσφυγες μαζί με άλλα όργανα που έπαιζαν (όπως το ούτι), τα διάφορα κουρδίσματα που χρησιμοποιούν και κάποιους δρόμους δημοφιλείς στη Μικρασία. Το ούτι σύντομα αντικαθίσταται από το μπουζούκι, ενώ τα σμυρναίικα επηρεάζουν καθοριστικά το ρεμπέτικο τραγούδι που γεννιέται στον Πειραιά.

ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΝΤΟΥΖΕΝΙΑ

  Τα πρώτα μπουζούκια ήταν συνήθως τρίχορδα, με έξι χορδές συνολικά (τρεις διπλές), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είχαν και οκτώ, (μία διπλή και δύο τριπλές) γιατί οι οργανοποιοί χρησιμοποίησαν αρχικά τα οκτώ κλειδιά του μαντολίνου (για δική τους διευκόλυνση - αλλά και των μουσικών - στο κούρδισμα). Τα μπουζούκια είχαν αρκετές διαφορές μεταξύ τους όχι μόνο στον αριθμό των χορδών, αλλά και στο μήκος του μανικιού, το σχήμα, τις διαστάσεις και τον τρόπο κατασκευής του ηχείου κ.λ.π.
  Όλα αυτά διαφοροποιούσαν ουσιαστικά τον ήχο του κάθε οργάνου τον έκαναν πιο βαθύ πιο οξύ ή πιο γεμάτο, ενώ διαφορές υπήρχαν και στα κουρδίσματα, τα λεγόμενα ντουζένια (Αραπιέν, καραντουζένι κ.λ.π.) και τονικά χαρακτηριστικά. Οι παλαιοί μουσικοί τα χρησιμοποιούσαν ανάλογα με τον δρόμο του τραγουδιού και τον τόνο που ήθελαν να παίξουν, ενώ όσο περισσότερα ντουζένια ήξεραν τόσο πιοδεξιοτέχνες θεωρούνταν. 

  Μ' αυτόν τον τρόπο οι μουσικοί μπορούσαν να αλλάξουν τον τόνο του τραγουδιού ανάλογα με τις δυνατότητες του ερμηνευτή και παράλληλα να κρατούν τον ήχο τους στα «γεμάτα» παίζοντας δηλαδή ανοιχτές χορδές, χωρίς να φεύγουν από τον σωστό τόνο.
  Κι αυτό γιατί οι πρώτες κομπανίες που εμφανίστηκαν τότε δεν χρησιμοποιούσαν ακόμα κιθάρα ή άλλο συνοδευτικό όργανο. Τα μπουζούκια έπαιζαν και αυτό το ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύνθεση της Θρυλικής Τετράδος του Πειραιώς, με δύο μπουζούκια έναν τζουρά και έναν μπαγλαμά.
   Στις πρώτες ηχογραφήσεις λαϊκών τραγουδιών με μπουζούκια ( odeon) στις αρχές της δεκαετίας του 30 τα κουρδίσματα είναι ακόμα διάφορα ντουζένια. Σύντομα όμως καθώς το μπουζούκι εξελίσσεται και σταθεροποιείται κατασκευαστικά, ενώ παράλληλα εισάγεται και η κιθάρα ως όργανο συνοδείας στο λαϊκό τραγούδι ,καθιερώνεται ένα σταθερό κούρδισμα (ρε-λα-ρε ή αλλιώς ευρωπαϊκό κούρδισμα) που βοηθά στον καλύτερο συντονισμό του μπουζουκιού με τα άλλα όργανα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου